καστανόχρωμος

καστανόχρωμος
-η, -ο
καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν τού κάστανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, σταρό-χρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστανόχρωμος — η, ο αυτός που έχει καστανό χρώμα: Είναι καστανόχρωμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • καστανός — ή, ό 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κάστανου, χρώμα καστανό, καστανόχρωμος 2. καστανομάλλης, που έχει μαλλιά καστανόχρωμα 3. το ουδ. ως ουσ. το καστανό το χρώμα τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον. Η λ. έγινε οξύτονη αναλογικά με τα οξύτονα επίθ …   Dictionary of Greek

  • καστανόχρους — ουν και οος, οον 1. καστανός, καστανόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστανόχρουν το καστανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρους (< χροος < χρῶς «χρώμα»), πρβλ. καλό χρους, φαιό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • μαρόν — το 1. το καστανό χρώμα 2. κάστανο, μαρόνι 3. (άκλ. ως επίθ.) καστανόχρωμος, καστανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marrone (βλ. και μαρόνι)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόθριξ — ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης 2. (για ίππο) καστανόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ, κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… …   Dictionary of Greek

  • γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • καστανός — ή, ό καστανόχρωμος: Η κόρη του είναι καστανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”